“Κατ’ αρχάς, σε αρκετές από τις ευρωπαϊκές χώρες υπάρχουν εργοστάσια παραγωγής των πολυεθνικών σε βασικά καταναλωτικά προϊόντα, πολύ περισσότερα από όσα υπάρχουν στην Ελλάδα.
Δεύτερον, το μέγεθος της ελληνικής αγοράς είναι εκ των πραγμάτων μικρό, κάτι που αφενός δεν ευνοεί την ύπαρξη πολύ χαμηλών περιθωρίων κέρδους και αφετέρου δεν δημιουργεί κίνητρο για μεγάλο ανταγωνισμό στις τιμές.
Τρίτον, όπου υπάρχει μεγάλη διείσδυση της ιδιωτικής ετικέτας, οι πολυεθνικές οδηγούνται σε μείωση των τιμών για να μη χάσουν μερίδια αγοράς. Στις πάνες, στο γάλα βρεφικής ηλικίας, στην οδοντόκρεμα και στα απορρυπαντικά πλυντηρίου ρούχων τα μερίδια της ιδιωτικής ετικέτας είναι χαμηλά. Στο αφρόλουτρο από την άλλη αρχίζει και ανεβαίνει σημαντικά το μερίδιο της ιδιωτικής ετικέτας, ενώ υπάρχει ανταγωνισμός και από ελληνικές εταιρείες. Σε ό,τι αφορά τα μπισκότα είναι τα επώνυμα προϊόντων των ελληνικών εταιρειών που κυριαρχεί, κάτι που σημαίνει ότι μια πολυεθνική έχει κίνητρο να διαθέτει τα δικά της είδη σε πιο ανταγωνιστικές τιμές.”