«Μη στέκεστε στην πόρτα…»
Χθες, Κυριακή 4 Μαΐου 2025, απεβίωσε ένας επιφανής πολιτικός της πατρίδας μας, ένα εξέχον στέλεχος του λεγόμενου συντηρητικού χώρου, ο διπλωμάτης Πέτρος Μολυβιάτης.
Ο Μολυβιάτης είχε γεννηθεί στη Χίο στις 12 Ιουνίου 1928. Η μητέρα του Αγάπη ήταν αδελφή του συγγραφέα Ηλία Βενέζη και καταγόταν από το Αϊβαλί της Μικράς Ασίας.

Σπούδασε Νομική στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ακολούθησε καριέρα στο διπλωματικό σώμα, με θητεία σε καίριες θέσεις: στις μόνιμες αντιπροσωπείες της Ελλάδας στην έδρα του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη και στην έδρα του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες, καθώς και στις ελληνικές πρεσβείες της Μόσχας, της Άγκυρας και της Πρετόριας.
Ο Μολυβιάτης υπήρξε στενότατος συνεργάτης του Κωνσταντίνου Καραμανλή ως διευθυντής του Πολιτικού Γραφείου του πρωθυπουργού (1974-1980) και γενικός γραμματέας της Προεδρίας της Δημοκρατίας (1980-1985 και 1990-1995).

Εξελέγη βουλευτής Επικρατείας της Νέας Δημοκρατίας (1996-2004) και διετέλεσε τρεις φορές υπουργός Εξωτερικών (2004-2006, 2012 και 2015).
Ο Ευάγγελος Βενιζέλος, σε δήλωσή του μετά την αναγγελία θανάτου του πρώην υπουργού Εξωτερικών, χαρακτήρισε τον Μολυβιάτη ως έναν από τους άτυπους αλλά ουσιαστικούς θεματοφύλακες της ιστορικής περιόδου της Μεταπολίτευσης, ως έναν υποδειγματικά εχέμυθο και πιστό πολιτικό, που δεν μίλησε γι’ αυτά που έζησε, αλλά συν-έγραψε κρίσιμα κεφάλαια της σύγχρονης Ιστορίας γνωρίζοντας όσο λίγοι τη σημασία που έχουν οι κουίντες της ιστορικής σκηνής.
Στον Πέτρο Μολυβιάτη ήταν αφιερωμένο ένα δημοσίευμα του «Βήματος» που είχε κυκλοφορήσει την Πέμπτη 1η Ιουλίου 2004.

«ΤΟ ΒΗΜΑ», 1.7.2004, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Επρόκειτο στην ουσία για αναδημοσίευση ενός άρθρου της τουρκικής εφημερίδας «Μιλιέτ» που αναφερόταν στον Μολυβιάτη, ο οποίος λίγους μήνες νωρίτερα (στις 10 Μαρτίου 2004) είχε αναλάβει καθήκοντα υπουργού Εξωτερικών στην κυβέρνηση Κώστα Καραμανλή. Ο συντάκτης του άρθρου της «Μιλιέτ», ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Μεχμέτ Γιλμάζ, είχε καταγράψει τις εντυπώσεις του από τη γνωριμία του με τον μικρασιατικής καταγωγής έλληνα πολιτικό ως εξής:
Γνωριστήκαμε με τον υπουργό Εξωτερικών της Ελλάδας Πέτρο Μολυβιάτη το βράδυ της Κυριακής, στο δείπνο που παρέθεσε στο ξενοδοχείο «Τσιραγκάν» ο τούρκος ομόλογός του Αμπντουλάχ Γκιουλ. Είχα δει φωτογραφίες του, αλλά, αν εκείνος που μας έκανε τις συστάσεις δεν μου έλεγε πως αυτός ο μικρόσωμος άνθρωπος είναι ο έλληνας υπουργός Εξωτερικών, θα χρειαζόταν να πιέσω πολύ το μυαλό μου για να τον αναγνωρίσω. Είμαι βέβαιος γι’ αυτό. Η αίσθηση ότι γνώριζα αυτόν τον απέναντί μου ευγενικό άνθρωπο δεν πήγαζε —είμαι σίγουρος— από το γεγονός ότι είχα δει φωτογραφίες του. Έμοιαζε τόσο με εκείνους τους ανθρώπους που συναντώ συχνά στις περιπλανήσεις μου στο Αιγαίο, με εκείνους τους ευπροσήγορους, ήρεμους τύπους, τους συμφιλιωμένους με τον εαυτό τους, που έχουν δει πολλά τα μάτια τους, με ανθρώπους που μπορεί να είχαμε πιει καφέ στο ίδιο καφενείο, να είχαν καθίσει δίπλα μου στο υπεραστικό λεωφορείο. Κάτι τέτοιο θα σκεφτόμουν και δεν θα τον αναγνώριζα σε καμία περίπτωση.
Ήμουν μαζί με τον Ερτουγρούλ Οζκιόκ, τον διευθυντή της «Χουριέτ».

Δεν είχαν περάσει ούτε δύο λεπτά που είχε γνωρίσει δύο δημοσιογράφους, και όμως ο Μολυβιάτης κουβέντιαζε μαζί τους σαν να ήταν παλιοί γνώριμοι. Μας έλεγε πόσο μοιάζουν οι Τούρκοι και οι Έλληνες· ότι πού θα πάει, θα αρχίσουμε να καταλαβαίνουμε ο ένας τον άλλον, ότι η σχέση ανάμεσά μας είναι κάτι σαν σχέση αγάπης – μίσους. Σε κάποιο σημείο της κουβέντας μας κοντοστάθηκε. «Θα σας πω μια αληθινή ιστορία» είπε. «Μια ιστορία που δείχνει γιατί εμάς δεν μπορεί να μας καταλάβει κανένας άλλος εκτός από εμάς τους ίδιους».
«Είμαι παιδί μιας οικογένειας που κατάγεται από την Τουρκία» άρχισε να εξιστορεί ο Μολυβιάτης. «Είμαι Αϊβαλιώτης». Και συνέχισε: «Η οικογένειά μου αναγκάστηκε να μεταναστεύσει από το Αϊβαλί το 1922. Όλοι γνωρίζουμε το γιατί. Η μάνα μου, η Αγάπη, ήταν την εποχή εκείνη νέο κορίτσι. Την ώρα που όλη η οικογένεια προσπαθούσε να μαζευτεί για να φύγει, εκείνη γύριζε στους δρόμους να βρει τον αδελφό της που είχε χαθεί».

Η Αγάπη έμαθε ότι κρατούσαν τον αδελφό της σε ένα σημείο όπου είχαν συγκεντρώσει όλους εκείνους που θα έστελναν εξορία. Γύριζε, ρωτούσε και στο τέλος τον βρήκε. Ο αδελφός της ήταν άρρωστος και είχε ανάγκη από περίθαλψη και φροντίδα. Την άλλη μέρα που πήγε να τον ξαναδεί την πλησιάζει ένας νεαρός τούρκος υπολοχαγός. «Μοιάζεις πολύ στην αδελφή μου» της λέει. «Θα σε βοηθήσω». Και τη βοήθησε. Ο τούρκος αξιωματικός προστάτευσε την Αγάπη, που τη φώναζε «Ζεχρά», ώσπου ο αδελφός της να γίνει καλά και να μπορέσει να ταξιδέψει. Ύστερα τους ξεπροβόδισε. Την ώρα που η Αγάπη και ο αδελφός της έμπαιναν σε ένα σκάφος για να φύγουν από τη Σμύρνη, ο τούρκος αξιωματικός τής είπε: «Σε βοήθησα γιατί στο βλέμμα σου είδα το βλέμμα της αδελφής μου. Στην κατοχή τη βίασαν και τη σκότωσαν κατόπιν».
Η Αγάπη ξαναγύρισε ύστερα από πολλά χρόνια στα χώματα που άφησε σε τόσο δύσκολες περιστάσεις. Ήταν την εποχή που ο Μολυβιάτης υπηρετούσε ως διπλωμάτης στην πρεσβεία της Ελλάδας στην Άγκυρα. Πήρε τη μητέρα του και πήγαν στο Αϊβαλί. Περιπλανήθηκαν στα σοκάκια της πόλης ψάχνοντας το παλιό τους σπίτι. Στο τέλος το βρήκαν. Η Αγάπη δίστασε για λίγο, ύστερα όμως χτύπησε την πόρτα. Τους άνοιξε μια γυναίκα στην ίδια πάνω-κάτω ηλικία με την Αγάπη. Όταν της εξήγησαν τον λόγο της επίσκεψης, η γυναίκα αγκάλιασε την Αγάπη και έμειναν έτσι αγκαλιασμένες, κλαίγοντας, για αρκετή ώρα. Ύστερα η γυναίκα κάλεσε την Αγάπη και τον γιο της μέσα: «Αφού αυτό είναι το σπίτι σας, τότε μη στέκεστε στην πόρτα…» Κεράστηκαν καφέδες και τσάγια, κουβέντιασαν για τις παλιές τις μέρες. Βίωσαν στιγμές συγκινητικές.

Βγαίνοντας από το σπίτι η Αγάπη πήρε μια χούφτα χώμα, το έβαλε σε έναν φάκελο και τον έδωσε στον γιο της. «Όταν πεθάνω, να το ρίξεις στον τάφο μου» του είπε. Είδα τα μάτια του Μολυβιάτη να υγραίνουν όταν μας είπε: «Ξεπλήρωσα την επιθυμία της μητέρας μου πριν από έξι χρόνια».
Η Αγάπη είχε γράψει και ένα μικρό βιβλιαράκι όπου τα εξιστορούσε όλα αυτά. Μακάρι να ήξερα ελληνικά να μπορούσα να το διαβάσω, σκέφτηκα.
Πόσες και πόσες παρόμοιες ιστορίες έχω ακούσει ως σήμερα. Ιστορίες που δείχνουν πως ο άνθρωπος μπορεί, ακόμη και μέσα στις πιο φριχτές καταστροφές, να μη χάνει καθόλου από την ανθρωπιά του.

Είμαι κι εγώ παιδί οικογένειας προσφυγικής. Έχω ακούσει αμέτρητες φορές από τον παππού μου, τον Γιακούπ, την υφασμένη με βαθύ πόνο και πίκρες περιπέτεια που ξεκινούσε από το Μοναστήρι (της άλλοτε Σερβίας) το 1912 και έφθανε ως την ελληνική κατοχή του Σαλιχλί και του Ουσάκ το 1920. Καταλαβαίνω, ξέρω τον πόνο της Αγάπης. Δεν θα ξεχάσω ως το τέλος της ζωής μου την, κινηματογραφική θαρρείς, ιστορία του ηρωικού εκείνου, αγνώστου μας, τούρκου αξιωματικού που αρνήθηκε να παραδοθεί στον μεγάλο πόνο.
Ο Μολυβιάτης, φεύγοντας, μας προσκάλεσε στην Αθήνα. «Μην ξεχάσετε πως στην Αθήνα έχετε έναν φίλο», είπε, «ελάτε να πάμε για φαγητό, να ξεχάσουμε τις πίκρες του παρελθόντος, να κοιτάξουμε το μέλλον». Δέχτηκα την πρόσκληση. Θα πάω στην Αθήνα. Και πηγαίνοντας θα πάρω μαζί μου λάδι αϊβαλιώτικο να το αποθέσω στον τάφο της Αγάπης. Ξέρω. Δεν χρειάζεται το λάδι εκεί που τώρα βρίσκεται. Νιώθω όμως ότι η ψυχή της θα το οσφρανθεί και θα χαρεί. Και, ποιος ξέρει, κάποια μέρα μπορεί να κόψω ένα μόνο φρέσκο φύλλο καπνού από κάποιο χωράφι στην άκρη κάποιου δρόμου στο Μοναστήρι και να μπορέσω να το πάω στον τάφο του παππού μου.
Πηγή/Φωτογραφίες: https://www.in.gr/2025/05/05/stories/petros-molyviatis-epithymia-tis-miteras/